- ριζό, το
- ριζό, το και συνηθέστ. πληθ. ριζά, τα οι πρόποδες του βουνού: Την άλλημέρα το πρωίανταμώσαμε στα ριζά του βουνού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Rhizophora — Blüte der Roten Mangrove (Rhizophora mangle) Systematik Rosiden Eurosiden I … Deutsch Wikipedia
Ризофора — ? Ризофора … Википедия
Ризофоры — ? Ризофора Красное мангровое дерево Национальный парк Эверглейдс, США Научная классификация … Википедия
Archaeorhizomycetes — Archaeorhizomyces finlayi Systematik Unterabteilung: Taphrinomycotina Klasse: Archaeorhizomycetes Ordnung: Archaeorhizomycetales Familie: Archaeor … Deutsch Wikipedia
rizo- — ► prefijo/ suf Componente de palabra procedente del gr. rhiza, que significa raíz: ■ rizófago; polirrizo. * * * rizo Elemento prefijo del gr. «rhíza», raíz. * * * rizo . (Del gr. ῥιζο ). elem. compos. Significa raíz . Rizófago, rizópodo. * * * ►… … Enciclopedia Universal
ανυποστήρικτος — η, ο αυτός που δεν έχει υποστήριξη, απροστάτευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υποστηρίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό] … Dictionary of Greek
ασύχναστος — η, ο (για τόπους) αυτός στον οποίο δεν συχνάζουν άνθρωποι, απόκεντρος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συχνάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό (1778 1850)] … Dictionary of Greek
βροντοκοπώ — 1. παράγω ισχυρό και συνεχή κρότο 2. δέρνω επί πολλήν ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] … Dictionary of Greek
ιτεόφυλλος — ἰτεόφυλλος, ον (Α) επιγρ. στολισμένος με απομιμήσεις φύλλων ιτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ακανθό φυλλος, ριζό φυλλος] … Dictionary of Greek
κραμβοκέφαλος — κραμβοκέφαλος, ον (Α) αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με κράμβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κριο κέφαλος, ριζο κέφαλος] … Dictionary of Greek